Τη δεκαετία του 1990, η διαλυμένη Αλβανία μας πρότεινε να επισκευάσουμε το λιμάνι του Αυλώνα, το οποίο ήταν η μοναδική ναυτική βά...
Τη δεκαετία του 1990, η διαλυμένη Αλβανία μας πρότεινε να επισκευάσουμε το λιμάνι του Αυλώνα, το οποίο ήταν η μοναδική ναυτική βάση του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Αδριατική από το 1950 και
Η Ελλάδα δεν αποδέχτηκε την πρόταση της Αλβανίας, κάτι που έκανε όμως η Τουρκία, η οποία επισκεύασε τη βάση, ξοδεύοντας 10 εκατ. δολάρια, αποκτώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα χρήσης, άγνωστο για πόσο χρόνο.
Η επισκευή της βάσης έγινε την περίοδο που η Ελλάδα ζούσε την ευωχία του χρηματιστηρίου και τα εγκαίνια στις 13 Ιανουαρίου του 2000, τότε που οι Έλληνες είχαν ξυπνήσει από το «όνειρο» του εύκολου πλουτισμού και μετρούσαν τα δισεκατομμύρια που είχαν χαθεί από τις τσέπες τους αλλά και από την ελληνική οικονομία.
Στην εν λόγω ναυτική βάση σταθμεύει μόνιμα ένα τμήμα του τουρκικού πολεμικού ναυτικού 250 ανδρών και ναυτικές μονάδες αναλόγως των σχεδιασμών του τουρκικού Επιτελείου.
Εν τω μεταξύ, πέραν της συνεργασίας σε άλλους τομείς της άμυνας της Αλβανίας, η Τουρκία διαθέτει στρατιωτική δύναμη στο Κοσσυφοπέδιο και τη Βοσνία, ενώ παρέχει στρατιωτική υποστήριξη και στα Σκόπια.
Η στρατιωτική συνεργασία της Αλβανίας με την Τουρκία έχει ενισχυθεί με την είσοδο της πρώτης στο ΝΑΤΟ.
Το ίδιο αναμένεται να γίνει και με τα Σκόπια, μετά την είσοδό τους στην Ατλαντική Συμμαχία.
Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία του 20ού και την πρώτη του 21ου αιώνα είχε δώσει βαρύτητα στην οικονομική δραστηριοποίηση στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης.
Γεγονός που κατέστησε τη χώρα μας κυρίαρχη δύναμη σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας των χωρών της ΝΑ Ευρώπης, όπως ο τραπεζικός, ο τηλεπικοινωνιακός και ο τομέας της ενέργειας-ηλεκτρισμού.
Νιώθοντας παντοδύναμη, δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε στον τομέα της στρατιωτικής συνεργασίας, εν αντιθέσει με την Τουρκία, η οποία πέραν της μεγαλόπνοης στρατηγικής, διαθέτει και αξιόλογη αμυντική βιομηχανία, με την οποία την υποστηρίζει.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Ελλάδα μετά την κρίση είδε τις τράπεζές της στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης να χάνονται μέσα από τα χέρια της, τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών που είχε εξαγοράσει να περνούν στα χέρια των Γερμανών, λόγω της πώλησης της μητρικής εταιρείας που είχε προηγηθεί, και τις άλλες μείζονες επενδύσεις να αποδυναμώνονται, λόγω της τραγικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι, παρότι οι Έλληνες επενδυτές κατέχουν δεσπόζουσα θέση, η Ελλάδα έχασε την ισχύ και την οικονομική επιρροή που ασκούσε στα Βαλκάνια, την ίδια περίοδο που η Τουρκία ενισχύει τη θέση της και σε οικονομικό και σε στρατιωτικό επίπεδο στην ίδια περιοχή.
Ενώ λοιπόν η κατάσταση είναι όπως περιληπτικά περιγράψαμε παραπάνω, η Δύση έχει αποφασίσει να κινηθεί σε δύο άξονες, για να αυξήσει τη στρατηγική της επιρροή στην περιοχή και να κλείσει όσο είναι δυνατόν τις πόρτες στη Μόσχα.
Ο ένας είναι η διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια –που σημαίνει εκτός των άλλων Αλβανία και Σκόπια– και ο άλλος η είσοδος των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα έχει δικαίωμα βέτο και για τις δύο περιπτώσεις. Και το δικαίωμα αυτό υπάρχει για να προστατεύονται τα συμφέροντα των χωρών μελών.
Η Ελλάδα δέχτηκε την είσοδο της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ, χωρίς να απαιτήσει να λυθούν εκρεμμή ζητήματα, όπως η οριστική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και τα δικαιώματα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Σήμερα το πληρώνουμε ακριβά αυτό, αφ’ ενός μεν γιατί γινόμαστε μάρτυρες κλοπής της περιουσίας των Ελλήνων της Χειμάρας και της περιοχής των Δρυμάδων και αφ’ ετέρου γιατί η Αλβανία εγείρει διεκδικήσεις μέσω του λεγόμενου «Τσάμικου».
Τα ίδια και χειρότερα λάθη ετοιμαζόμαστε να κάνουμε με το θέμα των Σκοπίων.
Αντί να απαιτήσουμε να διευθετηθούν ζητήματα, που μπορούν να οδηγήσουν σε εθνική τραγωδία, εμείς οι ίδιοι προτείνουμε όνομα, που θα αποτελέσει αστείρευτη πηγή επεκτατισμού.
«Δίνεις όνομα, δίνεις έδαφος» είπε ο Κώστας Ζουράρις και όλοι ξέρουμε ότι έχει δίκιο. Βρισκόμαστε σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο και μπροστά στο φάσμα της γεωπολιτικής περικύκλωσης από την Τουρκία και από βορρά, η οποία μάλιστα δήλωσε ότι θα ασκήσει βέτο, αν τα Σκόπια δεν μπουν στο ΝΑΤΟ με το όνομα «Μακεδονία».
Κλείνοντας να σημειώσουμε το εξής:
Θα μείνουμε στην διπλωματική ιστορία ως η μοναδική χώρα που ενώ έπρεπε να κερδίσει κάτι, για να άρει το βέτο, οδηγήθηκε σε μια τεραστίων διαστάσεων εθνική ήττα.
Εκτός κι αν…