GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

«ΟΠΛΙΣΑΤΕ, ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ, ΠΥΡ!». Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΗN ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ.

Ξημερώματα Παρασκευής 25 Αυγούστου 1972. Μια ακόμα ζεστή, καλοκαιρινή μέρα αρχίζει. Ωστόσο, τον 27χρονο ηλεκτρολόγο Βασίλη Λυ...



Ξημερώματα Παρασκευής 25 Αυγούστου 1972.
Μια ακόμα ζεστή, καλοκαιρινή μέρα αρχίζει.
Ωστόσο, τον 27χρονο ηλεκτρολόγο Βασίλη Λυμπέρη αυτό ελάχιστα τον ενδιαφέρει.
Στις 5.49’, ακριβώς, ακούει για τελευταία φορά έναν
ζωντανό ήχο: είναι η ομοβροντία πυρός από δώδεκα στρατιωτικά τουφέκια, που εκπυρσοκροτούν ταυτόχρονα.
Την ίδια στιγμή, έξι σφαίρες κτυπούν το σώμα του και τον ρίχνουν νεκρό.
Αν δεν του είχαν δέσει τα μάτια με ένα λευκό μαντήλι θα μπορούσε, πριν πεθάνει, να δει την έκφραση στα πρόσωπα των δώδεκα στρατιωτών του εκτελεστικού αποσπάσματος, που στέκονταν απέναντί του,σημαδεύοντάς τον με τα όπλα τους.
Είναι η ώρα που στον ουρανό χαράζονται οι πρώτες λάμψεις του ήλιου.



Περίπου μιάμιση ώρα νωρίτερα, ο Β. Λυμπέρης κοιμόταν ακόμα στο κελί του στις δικαστικές φυλακές Αλικαρνασσού Κρήτης, όπου εκρατείτο μετά την καταδίκη του σε θάνατο, το Μάιο του ίδιου έτους, για τη δολοφονία (με εμπρησμό) της γυναίκας, της πεθεράς και των δύο ανήλικων παιδιών
του τον προηγούμενο Ιανουάριο. Θα πρέπει να είχε διαισθανθεί ότι η κρίσιμη ώρα πλησίαζε, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει από έναν δεσμοφύλακα μολύβι και χαρτί για να γράψει ένα σύντομο γράμμα αποχαιρετισμού προς τη μητέρα του (διατηρείται η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου):

«Αγαπημένη μου μητέρα,

σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα, τα αδέλφια μου, τον Γιάννη, τη
Σοφία, το Φλωράκι και τη νονά. Μητέρα, θα πρέπει να ξέρεις πως βρισκόμαστε στην κοιλιά της Κλαυθμώνος. Κλαυθμυρισμός είναι η πρώτη φωνή την οποία εκβάλλει ο άνθρωπος, όταν αφήνει τα μητρικά σπλάχνα και ως ύπαρξις ιδιαιτέρα καταλαμβάνει θέσιν εις τον κόσμον αυτόν.
Η πείρα της καθημερινής ζωής και η ιστορία της ανθρωπότητος τι άλλο μαρτυρούν παρά το ότι ο

πόνος και η θλίψις είναι ο αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου επί της γης. Κουράγιο μητέρα και στήριξε την ελπίδα σου στον παρήγορον Ιησούν Χριστόν, όπως την στηρίζω και εγώ.
Προσευχήσου
όπως προσεύχομαι και εγώ και θυμήσου ότι η Παναγία διήλθε την ψυχικήν ρομφαία, όταν αντίκρισε
εις τον Σταυρόν νεκρόν τον Μονογενή Υιόν της. Ευχαριστώ και αναγνωρίζω τον αγώνα που δώσατε όλοι για την δικαίωσίν μου.
Μην τρομάζετε με τα λόγια των κριτών μου, γιατί και αυτοί θα κριθούν. Υπεράνω όλων βρίσκεται ο Θεός και Θεού θέλοντος τελείται κάθε απόφαση.
Ευχαριστώ και τον υπέροχο κύριο Θεοδώρου (σ.σ.: τον συνήγορό του) που έδωσε πραγματική μάχη για μένα και τον θεωρώ νικητή και όχι ηττημένο.
Και μην ξεχνάς μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται την ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα.

Βασίλειος Λυμπέρης»



Ήταν οι τελευταίες του γραμμές. Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι του και παρακάλεσε να έλθει ο ιερέας της ενορίας Κων. Ασπετάκης για να τον κοινωνήσει. Μπροστά του, ο Β. Λυμπέρης δάκρυσε και παρακάλεσε «να τον συγχωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι».
Ωστόσο, δεν φανταζόταν πόσο είχε «κοντύνει» ο χρόνος γι αυτόν, καθώς τις προηγούμενες ημέρες είχε δώσει χρήματα σε συγγενείς του προκειμένου να του αγοράσουν ορισμένα ατομικά είδη που θα τα χρειαζόταν την επομένη μέρα.

Στις 4.20΄ μπήκε στο κελί του μελλοθάνατου ο αρχιφύλακας Γιάννης Καβαλιεράκης και τον οδήγησε
στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Εκεί βρίσκονταν ακόμα, ο αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου Α. Νικολόπουλος, ο γραμματέας της Εισαγγελίας, ο Διοικητής Χωροφυλακής, ο νεαρός ιερέας Μανώλης Ανδριανάκης και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες.
Με κάθε τυπικότητα, ο αντιεισαγγελέας του ανακοίνωσε την απόφαση της εκτέλεσης.
Διάβασε ακόμα την απόφαση του
δικαστηρίου και την ποινή που του είχε επιβληθεί και στη συνέχεια του γνωστοποίησε την ώρα εκτέλεσης της ποινής.
Σύμφωνα με τον Μ. Ανδριανάκη, με το άκουσμα της είδησης αυτής «ο Λυμπέρης κατέρρευσε.
Σωριάστηκε σε μία καρέκλα.
Είχε παραλύσει.
Ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να ανάψει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του και το άφησε πάνω στο γραφείο».
Αλλά και όσοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω του, το ίδιο αμήχανοι και συγκλονισμένοι μπροστά στο επερχόμενο τέλος, ανέσυραν κάποια λόγια συμπαράστασης και συμπάθειας.

Ο Β. Λυμπέρης παρέμεινε στο γραφείο του διευθυντή για λίγη ώρα. Στις 5.15΄ η πόρτα τουγραφείου άνοιξε, ο μελλοθάνατος με αργά βήματα διέσχισε το διάδρομο συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες και επιβιβάστηκε στο όχημα, που θα τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, το πεδίο
βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Σ.Ε.Α.Π.) στην περιοχή «Δύο Αοράκια». Φορούσε μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο.
Όπως αναφέρουν αυτόπτες μάρτυρες ήταν
αδύνατος και αξύριστος, αλλά σχετικά ψύχραιμος.


Η διαταγή για την εκτέλεση είχε φθάσει στη Σ.Ε.Α.Π. 48 ώρες νωρίτερα.
Όπως θυμάται ο Μ. Ανδριανάκης (υπηρετούσε, τότε, τη θητεία του στη μονάδα αυτή) «δύο ημέρες πριν από την εκτέλεση
με κάλεσε ο διοικητής μου στη Σ.Ε.Α.Π., για να μου ανακοινώσει ότι έπρεπε να παραστώ στην εκτέλεση του Λυμπέρη, τον οποίο είχα γνωρίσει στις φυλακές και τον είχα εξομολογήσει.
Τον ρώτησα αν μπορούσα να το αποφύγω και μου απάντησε:
‘Όχι, είναι διαταγή’. (…) Την παραμονή κάλεσε όλους τους στρατιώτες του Λόχου Διοικήσεως, από τον οποίο θα έπαιρνε τους εθελοντές
για τη στελέχωση του εκτελεστικού αποσπάσματος. Άρχισε να τους μιλά για τα εγκλήματα του Λυμπέρη. Να περιγράφει, καρέ-καρέ, πως έβαλε τη φωτιά και πως έκαψε τους τέσσερις ανθρώπους.
‘Σ΄ αυτόν τον εγκληματία αξίζει παραδειγματική τιμωρία’ τους έλεγε. Τριάντα στρατιώτες προθυμοποιήθηκαν να πάρουν μέρος στην εκτέλεση. Από αυτούς επελέγησαν δώδεκα».

Σύμφωνα με το νόμο 3861/1929 «περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής» την εκτέλεση
πραγματοποιούσε στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 12 άνδρες και έναν αξιωματικό (σφαίρες μόνο στα έξι τυφέκια), ενώ με μεταγενέστερες εγκυκλίους και σύμφωνα με τον
σωφρονιστικό και στρατιωτικό κώδικα οριζόταν ως ώρα της εκτέλεσης η στιγμή που χαράζει, ώστε ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο.
Μια πρόβλεψη φιλευσπλαχνίας στην αγριότητα του τελετουργικού.
Την πομπή των τριών αυτοκινήτων της χωροφυλακής, που μετέφερε τον Β. Λυμπέρη και τους παράγοντες της εκτέλεσης από τις φυλακές στα «Δύο Αοράκια», ακολουθούσε ένα ταξί, στο οποίο βρίσκονταν ο δικαστικός συντάκτης της ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας «Τα Σημερινά» Νίκος Γερακάρης και ο φωτορεπόρτερ της ίδιας εφημερίδας Βασίλης Καραμανώλης (αποκλειστικός φωτογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή», με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας).

«Προσπαθούσα από πολύ καιρό να μάθω πότε θα γινόταν η εκτέλεση Λυμπέρη, γιατί ήθελα να κάνω μία δημοσιογραφική επιτυχία» θα πει αργότερα ο Ν. Γερακάρης και ο Β. Καραμανώληςθα συμπληρώσει: «Το πρωί της Πέμπτης, 24ης Αυγούστου του 1972, ήρθε στο γραφείο μου ο (…) Νίκος Γερακάρης, και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω σε μία δημοσιογραφική αποστολή για μία ή
δύο ημέρες. Τον ρώτησα ‘ποιο ήταν το θέμα’ και μου απάντησε χαμογελώντας: ‘Είναι δικό μας,
αποκλειστικό. Θα πάμε στην Κρήτη (…). Θα εκτελέσουνε τον Βασίλη Λυμπέρη’ (…)».

Ο Ν. Γερακάρης σημειώνει πως «στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που μείναμε στην Κρήτη, είπαμε να μας ξυπνήσουν στις 3 τα ξημερώματα.
Με ένα ταξί, που μας περίμενε, πήγαμε στις φυλακές Αλικαρνασσού και περιμέναμε την έξοδο του αγήματος με τον θανατοποινίτη. (…) Στις 3.30, εντελώς νύχτα ακόμα, άναψαν τα ξαφνικά πολλά φώτα στις φυλακές (…). Ακολουθήσαμε το άγημα και φτάσαμε στο σημείο της εκτέλεσης (…)».
Εκεί περίμενε το στρατιωτικό απόσπασμα. Ακόμα, παρόντες -από κάποια απόσταση, αφού άνδρες της χωροφυλακής δεν επέτρεπαν σε κανένα να πλησιάσει- ήταν η μητέρα του Β. Λυμπέρη, Σοφία και ο αδελφός του, Δημήτρης, ενώ στην Κρήτη είχε φθάσει και ο πατέρας του, ο οποίος όμως δεν παραβρέθηκε στη διαδικασία.
Λίγο πριν ξημερώσει, στο άγριο τοπίο του πεδίου βολής, οι καρδιές είχαν παγώσει κι έτσι ο επικεφαλής αξιωματικός έλεγε ανέκδοτα στους στρατιώτες για να τους κρατήσει ψύχραιμους.

Ο Ν. Γερακάρης προχώρησε προς το σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι, ενώ ο Β. Καραμανώλης δεν μπορούσε να πλησιάσει, επειδή απαγορευόταν η δημοσιότητα των εκτελέσεων.
«Τις φωτογραφικές μηχανές τις είχα μέσα σε μια βαλιτσούλα ταξιδιού, για να μην αποκαλυφθώ» θυμάται ο ίδιος. «Αντιμετωπίζαμε όμως και ένα μεγάλο πρόβλημα για τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής.
Ήταν μεγάλη η απόσταση από το σημείο που θα έπρεπε να σταθώ για να τραβήξω τις φωτογραφίες.
Παράλληλα, θα ήμουν ακάλυπτος και θα μπορούσαν οι χωροφύλακες να με εντοπίσουν εύκολα (…)».
Λίγο αργότερα, έφθασε στην περιοχή ένας δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας «Πατρίδα» ο οποίος άφησε το αυτοκίνητό του στο σημείο που βρισκόταν ο φωτορεπόρτερ και προχώρησε προς τους χωροφύλακες. «Μου αφήνει το αυτοκίνητό του» συμπληρώνει ο Β. Καραμανώλης «και εγώ στήνω τις μηχανές μου και προσπαθώ να εστιάσω από μεγάλη απόσταση και χωρίς τους φακούς που έχουμε σήμερα».

Μόλις ο Β. Λυμπέρης έφθασε στον τόπο της εκτέλεσης, τον πλησίασε ο ιερέας και ύστερα ο
γιατρός για να τον εξετάσει (σ.σ.: το πλέον παράδοξο ήταν πως ο κανονισμός προέβλεπε ότι ο μελλοθάνατος θα έπρεπε να είναι υγιής κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του, αλλιώς η διαδικασία αναβαλλόταν!).
Τελευταίος πήγε κοντά του ο αντιεισαγγελέας. «Θέλεις να πεις κάτι;
Έχεις καμιά
τελευταία επιθυμία;» τον ρώτησε.
«Όχι, τίποτα» απάντησε ο Β. Λυμπέρης. Δεν ήθελε ούτε να καπνίσει… Απέμεναν μόνο λίγα λεπτά για να ξημερώσει. «Τα λεπτά αυτά μας φάνηκαν αιώνες»

σημειώνει με συγκίνηση ο Ν. Γερακάρης. Ο Β. Λυμπέρης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια.
Ο επικεφαλής υπολοχαγός του αποσπάσματος ήρθε κοντά του και του πέρασε ένα λευκό μαντήλι. Μετά, δύο χωροφύλακες τον οδήγησαν, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, σε έναν μικρό λόφο στην άκρη του πεδίου βολής. Στεκόταν απέναντι σε δεκάδες μάτια που τον κοιτούσαν και τους δώδεκα παραταγμένους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ο αξιωματικός κατευθύνθηκε στο απόσπασμα και φώναξε: «Οπλίσατε – Επί σκοπόν». Ο Μ.
Ανδριανάκης θυμάται:
«Όταν άρχισαν τα παραγγέλματα, κάποιοι κρύφτηκαν πίσω από το στρατιωτικό όχημα για να μην βλέπουν.
Τα όπλα, τύπου Μ-1, ‘χόρευαν’ στα χέρια των αντρών του
εκτελεστικού αποσπάσματος.
Εγώ έψελνα την προσευχή και τα μάτια μου ήταν στραμμένα σ΄ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν αντέδρασε, δεν πανικοβλήθηκε, δεν φώναξε. Παραδόθηκε στη μοίρα του».

Το παράγγελμα «πυρ!» έσβησε μέσα σε μία ομοβροντία πυροβολισμών.
«Οι σφαίρες γάζωσαν το σώμα του, που έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Πως είναι ένα κοτόπουλο που του κόβεις το λαιμό και χτυπιέται κάτω, έτσι ήταν το σώμα του Λυμπέρη» λέει ο Μ. Ανδριανάκης.
Τον αχό των πυροβολισμών διέτρησε η σπαρακτική φωνή της μητέρας του Β. Λυμπέρη:
«Βασίλη μου!». Για λίγα δευτερόλεπτα, μερικές ματιές στάθηκαν πάνω της.



Μόλις κατακάθισε το σύννεφο της σκόνης που σήκωσαν οι σφαίρες, ήταν η σειρά του επικεφαλής υπολοχαγού να εκτελέσει τη χαριστική βολή.
Όμως η ταραχή του ήταν έκδηλη και διέταξε έναν επιλοχία να τον αντικαταστήσει.
Αλλά και ο επιλοχίας ήταν ταραγμένος.
Άφησε το περίστροφο που κρατούσε και πήρε ένα αυτόματο όπλο.
Πλησίασε το πεσμένο σώμα του Β. Λυμπέρη, έστρεψε το βλέμμα του αλλού και πυροβόλησε. Λόγω του εκνευρισμού του, από το όπλο έφυγαν τρεις σφαίρες, παραμορφώνοντας το κρανίο του νεκρού. «Ο επιλοχίας αυτός, για πολλούς μήνες μετά, κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο σαν αδέσποτο σκυλί και μονολογούσε ότι οι δικές του σφαίρες σκότωσαν τον Λυμπέρη.
Του λέγαμε ότι, δέχθηκε έξι σφαίρες στην καρδιά. Εκείνος όμως είχε πάθει κάτι σαν ψύχωση.
Ο διοικητής της Σ.Ε.Α.Π. τον απάλλαξε για έξι μήνες από τα καθήκοντά
του» σημειώνει ο Μ. Ανδριανάκης.

Μόλις ο παριστάμενος γιατρός βεβαίωσε το θάνατο, το πτώμα παραλήφθηκε από μία νεκροφόρα και μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της Νέας Αλικαρνασσού.
Εκεί βρισκόταν ήδη η μητέρα του, η οποία είχε καλύψει το πρόσωπό της με μαύρο μαντήλι και ο αδελφός του με τη γυναίκα του.
Θρηνούσαν, αλλά διατηρούσαν ακέραια την αξιοπρέπειά τους.
Μόνον όταν έφθασε το φέρετρο, η Σοφία Λυμπέρη ξέσπασε: «Βασίλη μου, που είσαι;
Τι σου κάνανε;».
Παρόντες ήταν ακόμα, εκτός των άλλων και οι δύο δημοσιογράφοι.
Τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλαν από κοινού οι δύο ιερείς Μ. Ανδριανάκης και Κ. Ασπετάκης.
To πτώμα του Β. Λυμπέρη τάφηκε στο νεκροταφείο της Ν. Αλικαρνασσού, σε έναν τάφο που είχε ανοιχτεί τα χαράματα, λίγη ώρα πριν από την εκτέλεση. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν πως ακόμα και οι νεκροθάφτες είχαν επηρεαστεί από το ζοφερό κλίμα των στιγμών.
Αργότερα, τα οστά του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου, σε ένα κιβώτιο με τη φωτογραφία του.

Σημειώνεται πως τη μέρα της εκτέλεσης, σύμφωνα με τον Δημοσθένη Δώδο «όλοι οι κρατούμενοι
δεν προσήλθαν στο συσσίτιο, τα μεγάφωνα της φυλακής δεν έπαιζαν μουσική και κατά τον προαυλισμό κανείς δεν έπαιξε ποδόσφαιρο. (…) Και η κοινωνία της φυλακής έχει τους δικούς της κανόνες».

Την επομένη, στην πρώτη και την τρίτη σελίδα της εφημερίδας «Τα Σημερινά» δημοσιεύτηκε εκτενές ρεπορτάζ του Ν. Γερακάρη από την εκτέλεση, συνοδευόμενο από τις φωτογραφίες του Β. Καραμανώλη. Αποτελούσε ασφαλώς μία μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία (καθώς η υπόθεση είχε συνταράξει την κοινή γνώμη), η οποία έκανε το γύρο όλης της χώρας, αλλά για τους δύο δημοσιογράφους ήταν περισσότερο μια καθοριστική για τη συνείδησή τους εμπειρία, που μένει
αλησμόνητη έως σήμερα.

Την ίδια μέρα, επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο συνεργός του Β. Λυμπέρη, Παύλος Αγγελόπουλος, ο οποίος επίσης είχε καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο Αθηνών με την ποινή «τετράκις εις θάνατον». Όμως η εκτέλεση της θανατικής ποινής ανεστάλη επ΄ αόριστον, λόγω του νεαρού της ηλικίας του: ο Π. Αγγελόπουλος ήταν τότε μόλις 18 ετών. Μετά από τρία χρόνια, η ποινή του μετατράπηκε -σύμφωνα με το νόμο- σε ισόβια κάθειρξη.

Είναι συγκλονιστικό, πάντως, ότι ο Β. Λυμπέρης είχε ζητήσει να του επιβληθεί η θανατική ποινή για την πράξη του, απολογούμενος στον ανακριτή, λίγες μόλις μέρες μετά τη σύλληψή του.
«Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί κάτι στη ζωή του. Αυτό που δημιούργησα εγώ δεν υπάρχει πλέον.
Γιατί να ζω;» είχε πει χαρακτηριστικά.
Έτσι, στις 25 Αυγούστου 1972 στάθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Χωρίς να το γνωρίζει, εκείνο το πρωί περνούσε, κατά κάποιο τρόπο, στην ιστορία…
Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης, που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.



Οι Σατανάδες Της Νύχτας – 1972-ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΑΙΝΙΑ

Κοινωνικό δράμα του 1972 παραγωγής Τζέιμς Πάρις , σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα και σενάριο Βασίλη Μανουσάκη. Πρωταγωνιστούν ο Γιάννης Κατράνης , ο Άρης Μιχόπουλος , ο Χρήστος Καλαβρούζος , η Έλεν Τσαλδάρη , ο Δημήτρης Μπισλάνης κ.α. Η ταινία έκοψε 56.650 εισιτήρια και ήρθε 33η ανάμεσα στις 64 ταινίες της χρονιάς.
Υπόθεση : Η γνωστή υπόθεση του δολοφόνου Βασίλη Λυμπέρη , ο οποίος με τη βοήθεια ενός συνεργάτη έκαψε ζωντανούς τη γυναίκα και το παιδί του…

Η ταινία κόπηκε από την προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1972.

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"

makeleio.gr