Πρόκειται για μια καταπληκτική φωτογραφία, η οποία αποδίδει το κλίμα της εποχής και τον αγώνα του ελληνικού έθνους απέναντι στ...
Πρόκειται για μια καταπληκτική φωτογραφία, η οποία αποδίδει το κλίμα της εποχής και τον αγώνα του ελληνικού έθνους απέναντι στους εισβολείς.
Το χαμόγελο στα χείλη των στρατιωτών πραγματικά φέρνει στο νου τους στίχους του τραγουδιού “Με το χαμόγελο στα χείλη παν οι στρατιώτες μας μπροστά”
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Β. Κουρίας, Αγωνίες και χαρές. Αναμνήσεις ενός χειρουργού, Άθήνα 1964-
Ξ. Πανταζίδης, Ή Ιστορία του Έλληνικού Έρυθρού Σταυρού, τ. Α’, ‘Αθήυα 19&7-
Δ. Σκουζές, Ή ‘Αθήνα πού έφυγε. “Ομορφιές πού χάθηκαν…, βιβλίο τρίτο, Άθήνα 1964-
* Οι φωτογραφίες προέρχονται άπό τό Φωτογραφικό “Αρχείο της Εταιρείας των Φίλων του Λαού”.
Για τους δικούς τους ήταν η Άννα, η Μαρία, η Έλένη, η Χριστίνα…
Για όσους τις γνώρισαν μες στα στρατιωτικά νοσοκομεία και στα χειρουργεία του Μετώπου το όνομα τους ταυτίστηκε με μία λέξη, τη λέξη :Άδελφή.
Τώρα η καθεμιά τους έγινε ένας θρύλος, ένα σύμβολο.
Κι όσοι τις γνώριζαν πριν τον Πόλεμο είπαν πώς ποτέ άλλοτε τα μάτια τους δεν είχαν τέτοια λάμψη.
Εικοσάχρονα κορίτσια οι περισσότερες, επιβλήθηκαν σε όλόκληρα Συντάγματα.
‘Ηταν η λάμψη των ματιών τους, ήταν και της ψυχής εκείνο το πύρωμα.
Ήταν και η λευκή στολή πού τις έκανε να μοιάζουν με αγγέλους.
Ήταν και η λευκή στολή πού τις έκανε να μοιάζουν με αγγέλους.
Ήταν και εκείνη η αυτοθυσία…
Μοιράστηκαν με τους στρατιώτες ακριβοδίκαια το ξεροκόμματο, την κουραμάνα, το κρύο, την κούραση, τις εχθρικές οβίδες.
Και πότισαν και εκείνες με το δικό τους αίμα το χώμα της πατρίδος.
Κι η Ιστορία άνοιξε το ογκωδέστατο βιβλίο της και κράτησε και για εκείνες λίγες σημειώσεις: Απρίλιος του 1941· και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων το χειρουργείο βρισκόταν σε έξέλιξη, όταν ακούστηκε ο βόμβος των έχθρικών αεροσκαφών.
Οι γιατροί διατάζουν τις Άδελφές να έγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να τρέξουν γρήγορα στα Καταφύγια.
Εκείνες αρνούνται να εγκαταλείψουν τους τραυματίες.
Μια μεγάλη βόμβα πέφτει στην πτέρυγα του χειρουργείου.
Σε ένα κοινό τάφο, στο κοιμητήριο του Άγιου Νικολάου των Κοπάνων, στα Ιωάννινα, χαράχτηκαν έξι ονόματα:
Ελένη Μητροπούλου, Λουκία Κυριάκου, Ελένη Τσάββη, Ελένη Καλογερίδου, Καλλιόπη Γιολάντα, Ελένη Παρασκευοπούλου.
Ή Ιστορία γύρισε σελίδα και πρόσθεσε ένα νέο όνομα: Αναστασία Εύφραιμίδου. Φονεύτηκε κατά τόν βομβαρδισμό του πλωτού Νοσοκομείου «Αττική».
Και είχε ή Ιστορία πολλά να γράψει ακόμη. Αεροσκάφη καθέτου εφορμήσεως φάνηκαν πάνω από το Μεσολόγγι.
Στο λιμάνι αγκυροβολημένο ένα πλωτό Νοσοκομείο με 350 τραυματίες και ολοφάνερα πάνω του τα σύμβολα του Ερυθρού Σταυρού.
Το πλοίο τράβηξε σαν μαγνήτης τα εχθρικά βομβαρδιστικά.
Ο κυβερνήτης του Δ. Μελετόπουλος διατάζει τις Αδελφές να αναζητήσουν ασφαλέστερη θέση στην προκυμαία.
Εκείνες γνώριζαν καλά πως κάποιοι δεν θα κατάφερναν να τις ακολουθήσουν.
Αποφάσισαν να μείνουν μαζί τους.
Οι βόμβες πέφτουν η μία μετά την άλλη.
Κάποια βόμβα καταστρέφει τη μηχανή παραγωγής ήλεκτρικου ρεύματος κι όλο το πλοίο βυθίζεται στο σκοτάδι.
Μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι λίγες κοπέλες αρχίζουν το τραγούδι:
«Ή Έλλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά…».
Οι τραυματίες δεν καταδέχονται πλέον να βογκούν.
“Ολοι μέσα σ’ εκείνο το χαλασμό αρχίζουν να φωνάζουν «Ζήτω η Ελλάς»!
“Ολοι μέσα σ’ εκείνο το χαλασμό αρχίζουν να φωνάζουν «Ζήτω η Ελλάς»!
Εκείνες οι ακούραστες κοπέλες έδωσαν τη δική τους μάχη, τη δική τους μαρτυρία.
Τις θυμούνται να στέκουν στο χειρουργείο από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 4 τα ξημερώματα, ύστερα από μια μέρα γεμάτη κόπο.
Ορισμένες άφησαν την τελευταία τους πνοή σε ένα στρατιωτικό Νοσοκομείο εξουθενωμένες από την υπερκόπωση. *”
Άλλες, μετά την πολύωρη βάρδια, συμπαραστέκονταν στον Ίταλό τραυματία.
Μια κοπελίτσα μ’ ένα λεξικό της Ίταλικής στα χέρια προσπαθούσε στο μισό- σκόταδο να μάθει λίγες λέξεις στα Ιταλικά, για να ακούσει ο έτοιμοθάνατος Ιταλός λίγες λέξεις στη γλώσσα του πριν ξεψυχήσει.
Άλλη, συνοδεύοντας τραυματίες που μεταφέρονταν με το τραίνο, έχοντας στην έπίβλεψή της πέντε βαγόνια, τα όποια δεν έπικοινωνούσαν μεταξύ τους, γλιστρούσε από βαγόνι σε βαγόνι μέσα στο χιόνι και στο σκοτάδι, κάνοντας άλματα θανάτου.
Μια δύναμη ύπερκόσμια πρόσθετε δύναμη στη δύναμη τους.
Και εκείνες έτρεχαν ασταμάτητα,προσπαθώντας να έπουλώσουν τα τραύματα του σώματος και της ψυχής τις πληγές.
Προσπαθώντας να μείνουν άλύγιστες, άντικρύζοντας ετούτους τους λεβέντες χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, χωρίς να μπορούν να δουν ποτέ ξανά το φως τοϋ ήλιου.
Εκείνες έδωσαν το «παρών» σ’ ένα μεγάλο προσκλητήριο και φάνηκαν άξιες, γιατί τα ιδανικά τους δεν τους επέτρεπαν να φανούν ανάξιες.
Γιατί μέσα τους εύρισκαν απήχηση τα λόγια του ποιητή:
«Ανάξιος, όποιος ξάφνου ακούει
το προσκλητήρι των καιρών να τό φυσάη
ή νά τό κρούη σάλπιγγα ή τύμπανο
τό ακούει και δέν λέει παρών».