Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες - οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδ...
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες - οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδρασε στη Στερεά Ελλάδα.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός[1][2][3] ή κατά άλλους ήταν Αθανάσιος Μασσαβέτας [4].
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά.
Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες.
Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη.
Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό (λογοτεχνικά αναφέρεται ότι "σουβλίστηκε") από τους Τούρκους και κάηκε στις 24 Απριλίου 1821.
Ο Ελληνικός Στρατός του απένειμε τιμητικά τον βαθμό του Στρατηγού.[5]
Γέννηση 4 Ιανουαρίου 1788
Άνω Μουσουνίτσα, ή Αρτοτίνα
Θάνατος 24 Απριλίου 1821 (33 ετών)
Λαμία
Ενταφιασμός Λαμία, Φθιώτιδα, Ελλάδα
Ψευδώνυμο Διάκος
Υπηκοότητα Ελληνική
Βαθμός Στρατηγός (μετά θάνατον)
Μάχες/πόλεμοι Πολιορκία της Λιβαδειάς
Μάχη της Αλαμάνας
Αθανάσιος Διάκος.
Λάδι σε χαρτόνι.
Θεόφιλος
Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, αλλά το πραγματικό οικογενειακό του όνομα δεν είναι με ασφάλεια γνωστό.
Είναι γνωστό ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος Γραμματικός και ήταν γιος του κλέφτη Αθανασίου Γραμματικού.[6].
Γεννήθηκε είτε στην Άνω Μουσουνίτσα (σήμερα Αθανάσιος Διάκος) είτε στην Αρτοτίνα.
Είναι γνωστό ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος Γραμματικός και ήταν γιος του κλέφτη Αθανασίου Γραμματικού.[6].
Γεννήθηκε είτε στην Άνω Μουσουνίτσα (σήμερα Αθανάσιος Διάκος) είτε στην Αρτοτίνα.
Την εκδοχή ότι γεννήθηκε στην Αρτοτίνα υποστηρίζει η πρώτη βιογραφία του Αθανασίου Διάκου που γράφτηκε από τον Ρόδιο το έτος 1835, τα "Ελληνικά" του Ιακ. Ραγκαβή (1853), το γενεαλογικό δένδρο του Διάκου όπως το κατέγραψε το 1883 ο ιστορικός Κρέμος και το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Αθανασίου Διάκου που είχε εκδοθεί το έτος 1865 από τον Δήμο Κροκυλείου στον οποίο υπαγόταν η Αρτοτίνα.
Την εκδοχή ότι γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα υποστηρίζουν μαρτυρίες του Γκούρα, του Φιλήμονος, του Περραιβού και ξένων όπως του Finley και του Bartholdy αλλά και του Hertsberg,[7].
Υπάρχει μακροχρόνια φιλονικία ανάμεσα στα δύο χωριά σχετικά με το ποια είναι η γενέτειρά του.[4]
Είχε έφεση στη θρησκεία και σε ηλικία 12 ετών [8] στάλθηκε από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.
Την εκδοχή ότι γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα υποστηρίζουν μαρτυρίες του Γκούρα, του Φιλήμονος, του Περραιβού και ξένων όπως του Finley και του Bartholdy αλλά και του Hertsberg,[7].
Υπάρχει μακροχρόνια φιλονικία ανάμεσα στα δύο χωριά σχετικά με το ποια είναι η γενέτειρά του.[4]
Είχε έφεση στη θρησκεία και σε ηλικία 12 ετών [8] στάλθηκε από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι του Προδρόμου στην Αρτοτίνα με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού.
Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε.
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης.
Κατά μια άλλη εκδοχή,[9] σε ένα γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, είχε πάρει μέρος και ο Διάκος.
Κατά μια άλλη εκδοχή,[9] σε ένα γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, είχε πάρει μέρος και ο Διάκος.
Μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που ήταν από μεγάλο σόι της Κοσταρίτσας (ενός γειτονικού χωριού της Αρτοτίνας).
Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς.
Αναγκάστηκε έτσι να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα.
Αργότερα τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό.
Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς.
Αναγκάστηκε έτσι να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα.
Αργότερα τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό.
Οι Τούρκοι, που παραμόνευαν, τον συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν δεμένους στον Φεράτ-εφέντη, διοικητή του Λιδωρικίου, ο οποίος τους φυλάκισε.
Ο Διάκος κατάφερε να αποδράσει μαζί με τον Καφέτζο και να φύγουν στα βουνά.
Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσαμ Καλόγερος.
Κλέφτης και Αρματολός
Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσαμ Καλόγερος.
Κλέφτης και Αρματολός
Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους.
Ο Καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους αν ο Διάκος δεν έμενε να τον υπερασπιστεί.
Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα.
Εκεί έφτασαν και οι άλλοι Κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος:
«Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».
Ο Καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους αν ο Διάκος δεν έμενε να τον υπερασπιστεί.
Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα.
Εκεί έφτασαν και οι άλλοι Κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος:
«Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».
Αργότερα οι Κλέφτες χωρίστηκαν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες), κατατρεγμένοι από το κυνήγι των Τούρκων.
Ένα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο.
Εκείνο τον καιρό, έμαθε ο Διάκος ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος.
Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, που τον έλεγαν και Μασσαβέτα[10] και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία.
Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά.
Ένα Τούρκικο απόσπασμα που έφτασε στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιό επειδή βοήθησαν και πρόσφεραν φαγητό σε κλέφτες και τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι (Υπάτη).
Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, που τον έλεγαν και Μασσαβέτα[10] και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία.
Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά.
Ένα Τούρκικο απόσπασμα που έφτασε στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιό επειδή βοήθησαν και πρόσφεραν φαγητό σε κλέφτες και τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι (Υπάτη).
Ο Κωνσταντίνος δεν βρισκόταν εκεί και έτσι γλύτωσε.
Οι άλλοι δύο όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα.
Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί.
Οι άλλοι δύο όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα.
Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί.
Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτισε με τα παληκάρια του.
Από τότε άρχισαν να αναζητούν και το αρματολίκι της περιοχής.
Έτσι μια μέρα, οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαϊρια (θέση κοντά στην Αρτοτίνα), απήγαγαν την Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας.
Έτσι μια μέρα, οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαϊρια (θέση κοντά στην Αρτοτίνα), απήγαγαν την Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας.
Οι κλέφτες την πήγαν στην Καρυά, στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι.
Και το πέτυχαν.
Και το πέτυχαν.
Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς, στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς.
Ανάμεσα τους και τον Σκαλτσοδήμο (σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου).
Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του.
Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.[11]
Ανάμεσα τους και τον Σκαλτσοδήμο (σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου).
Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του.
Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.[11]
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρο του.
Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Ο Α. Διάκος, πίνακας του Εσς, στη Στοά του Μονάχου
Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της.
Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού) και την κατάληψη του κάστρου, η πόλη έπεσε στους Έλληνες.
Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε την ελληνική σημαία στις 4 Απριλίου στο κάστρο και την θέση Ώρα.
Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επικεφαλής 8.000 πεζών και 900 ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη.
Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά.
Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-βέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσαπάρας.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους.
Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο.
Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλων ανδρών, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη.[12] Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας.
Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν.
Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν.
Ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο ο Διάκος συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες.
Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Βακογιάννης που όρμησαν ξιφήρεις να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους.
Ο Διάκος μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ.
Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας "Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω".
Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ικέτευσε για την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του.
Έτσι την επόμενη μέρα ανασκολοπίστηκε.[13]
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος.
Μόνο ένα παράπονο βγήκε απ' τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού:
"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".
[14]Κατά τον Φιλήμονα ο Διάκος στράφηκε προς τους Αλβανούς και είπε "Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλυτώσει από τους Χαλδούπιδες!"[15].
Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα.
Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι.
Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαϊα[16].
Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881.
Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή.
Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της, το 1873.[17]
Ο μαρτυρικός του θάνατος
Γέφυρα της Αλαμάνας και θάνατος του Αθανασίου Διάκου.
Υδατογραφία σε χαρτόνι
Ο Αθανάσιος Διάκος βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο. Οι Τούρκοι τον παλούκωσαν ζωντανό.
Ένας Τούρκος παραγγέλθηκε για να του περάσει το σουβλί μέσα από το σώμα του.
Χωρίς να πειράξει τα ζωτικά εσωτερικά όργανα, και μόνον τρυπώντας του το έντερο και το διάφραγμα, ο Τούρκος του πέρασε το σουβλί ανάμεσα από τα σπλάχνα και το πνευμόνι, μέχρι που του το έβαλε επάνω από τον ώμο.
Ο Διάκος στήθηκε όρθιος στραμμένος προς τη Δύση για να τον καίει ο ήλιος.
Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα ακρωτηριασμένα κεφάλια των παλικαριών του, να τον κοιτάνε.
Ο Διάκος άντεξε για πολύ το φρικτό βασανιστήριό του, βρίζοντας τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, ενώ επαινούσε τους Έλληνες.
Ζητούσε όμως νερό να πιει και κανείς δεν του έδινε.
Ένας από τους συντρόφους του προσπάθησε να τον απαλλάξει από το μαρτύριό του, και τον πυροβόλησε από μακριά.
Αστόχησε όμως, και αντί να τον σκοτώσει, η σφαίρα του τρύπησε τον ώμο, επιδεινώνοντας το μαρτύριό του.
Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων (παλουκώθηκε και στη συνέχεια κάηκε) τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας στο Σπερχειό, το σημείο της τελικής μάχης του.
Προς τιμήν του, η Άνω Μουσουνίτσα (το χωριό στο οποίο γεννήθηκε ο πατέρας του) μετονομάστηκε σε "Αθανάσιος Διάκος" στις 15/12/1958.Επίσης,προς τιμήν του Ήρωα, η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος (1830 - 1930) οργάνωσε πανηγυρικές εκδηλώσεις το 1930 για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Αθανασίου Διάκου στην Αρτοτίνα και εντοίχισε στην πρόσοψη του κελιού του Ήρωα στο Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου μαρμάρινη πλάκα με την ακόλουθη επιγραφή "Ενταύθα εμόνασε το τέκνο της Αρτοτίνης, ο Αθανάσιος Διάκος - Εγένετο 31 Αυγούστου 1930" [18]
Λαογραφία και τέχνη
-
Προτομή του Αθανάσιου Διάκου (έργο του Πέτρου Ρούμπου - 1937) στο Πεδίον του Άρεως.
Η μνήμη του Α. Διάκου πέρασε στο θρύλο και έγινε περισσότερο κτήμα του λαού παρά της ιστορίας.
Ενέπνευσε πολλούς λαϊκούς και έντεχνους εικαστικούς καλλιτέχνες και συγγραφείς ακόμα και εκτός Ελλάδος.
Συνήθη θέματα είναι η προσωπογραφία του, η μάχη της Αλαμάνας και κυρίως η σκηνή της σύλληψής του.
Η πρώτη απεικόνισή του που σώζεται είναι από τον Ε. Δημίδη (Παρίσι, 1841), η οποία και καθόρισε τα μετέπειτα έργα. Προσωπογραφία του ζωγράφισε και ο επτανήσιος καλλιτέχνης Δ. Τσόκος το 1861 με παραγγελία της κυβέρνησης.
Στις δύο αυτές προσωπογραφίες βασίστηκαν πολλές μεταγενέστερες απεικονίσεις (λιθογραφίες, ξυλογραφίες κ.ά.) που έγιναν τον 19ο και τον 20ο αιώνα.
Η μάχη της Αλαμάνας ζωγραφίστηκε από τον Δημ. Ζωγράφο σύμφωνα με οδηγίες του Ι. Μακρυγιάννη στα 1836-39.
Στον πίνακα αυτό βασίστηκαν και έγχρωμες λιθογραφίες του Αλ. Ησαΐα που χαράκτηκαν στην Ιταλία το 1839.
Ο Διάκος με ιερατική ενδυμασία εικονίζεται στον πίνακα του Peter Hess "Ο Διάκος οδηγεί τους Δερβενοχωρίτας εις την μάχην" (Εθν. Ιστ. Μουσείο) και στον πίνακα του Βρυζάκη "Η Ελλάς συνάγουσα τα τέκνα της" (1858, Εθν. Πινακοθήκη).
Το 1860 εκδόθηκε στη Ζάκυνθο από τον Ζαμπέλιο η τραγωδία "Αθανάσιος Διάκος".
Στις αρχές του 20ου αιώνα στήθηκε ο μαρμάρινος αδριάντας του στη Λαμία, έργο του γλύπτη Ιωάννη Καρακατσάνη, και αργότερα προτομές του στην Αθήνα και τη Μουσουνίτσα (Αθ. Διάκος).
Ζωγραφικές παραστάσεις του έγιναν από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, τον Παρθένη, τον Φώτη Κόντογλου και τον Μποστ.
Ο Κόντογλου το 1943 έκανε μια πρωτότυπη απόδοση του ήρωα με μορφή που θυμίζει βυζαντινό Χριστό ή Ιωάννη Πρόδρομο και κίνηση αρχαγγέλου, ως διαχρονικού εκφραστή των ιδεών "θρησκεία - ελευθερία - πατρίδα".
Η τοιχογραφία αυτή βρίσκεται στο Δημαρχείο Αθηνών.
Σαν λαϊκός ήρωας εμφανίζεται και στο θέατρο σκιών ("Καραγκιόζη") και αρκετοί καραγκιοζοπαίχτες φιλοτέχνησαν φιγούρες του, όπως ο Σπ. Κούζαρος (1944, 1950), ο Βασίλαρος (Βασ. Ανδρικόπουλος) και ο Ευγένιος Σπαθάρης (υδατογραφία, 1972).
Στο μεσοπόλεμο φιλοτεχνήθηκαν συνθέσεις από χαράκτες όπως ο Σωτ. Χρηστίδης, ο Νείρος κ.ά.
Κατά την κατοχή, σύμφωνα με πληροφορίες του χαράκτη Τάσου, το Υπ. Παιδείας κάλεσε γνωστούς χαράκτες της εποχής να παράγουν εικόνες των ηρώων του '21 για τη διακόσμηση των σχολείων.
Μεταξύ αυτών που απεικονίστηκαν ήταν και ο Διάκος, μια παράδοση που συνεχίστηκε στη διακόσμηση των σχολείων και μετέπειτα.
Το 1945 δημοσιεύτηκε και η ξυλογραφία της Λουκίας Μαγγιώρου στο τεύχος "Πρωτομαγιά, Θυσιαστήριο της λευτεριάς" (εκδ. "Ο Ρήγας").
Σε διάφορα λαϊκά έργα ο Διάκος εμφανίζεται μαζί με φανταστικές ηρωίδες όπως η "Ελένη" (Θεόφιλος) ή μαζί με άλλους γνωστούς ήρωες του '21.
Ο Κ. Παρθένης ζωγράφισε δύο συμβολικές συνθέσεις με θέμα την Αποθέωση του Αθ. Διάκου, το 1931 και το 1944-46.
Επίσης εικονίζεται σε μετάλλια, γραμματόσημα, νομίσματα, όπλα και λαϊκά σκεύη.[19]
Ο θρύλος του καταγράφηκε και σε δημοτικά τραγούδια όπως αυτό:
"Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε".
Εκείνοι εφοβήθησαν κι εσκόρπισαν στους λόγκους.
Έμειν΄ ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες,
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά εμβήκεν.
Έκοψε Τούρκους άπειρους, κι εφτά Μπουλουκμπασήδες*,
Πλην το σπαδί του έσπασεν απάν΄ από τη χούφταν.
Κ΄ έπεσ΄ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ΄ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
- "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τη πίστι σου ν΄ αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄ αφήσεις":
λΚ΄ εκείνος τ΄ αποκρίθηκε και με θυμόν του λέγει:
- "Πάτε κι εσείς κ΄ η πίστις σας μουρτάτες να χαθείτε.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ΄ αποθάνω....
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες*,
Μόνον πέντ΄ έξι ημερών ζωήν να μου χαρίστε.
Όσον να φθάσ΄ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας"
Σαν τ΄ άκουσ΄ ο Χαλήλμπεης* με δάκρυα φωνάζει:
-"Χίλια πουγγιά σας δίνω ΄γω, κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβύση τη Τουρκιά κι όλο το Δοβλέτι*".
Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν.
Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε.
"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ΄ η γη χορτάρι".
Την πίστι τους, τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες
"Εμέν΄ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,
Ας είν΄ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας*.
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δοβλέτι."
(*) Μπουλουκμπασήδες: Ομαδάρχες στρατολογημένων, διοικητές μπουλουκιών, Μαχμουτιέδες: χρυσά νομίσματα επί Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄, Χαλήλμπεης, ή Χαλίλ Μπέης: Τούρκος έμπορος της Λαμίας, Δοβλέτι, ή Ντοβλέτι: Κράτος, κυβέρνηση (εκ της αραβικής), Καπετάν Νικήτας:
Ο Νικηταράς, εκ του στίχου αυτού διαφαίνεται ότι το τραγούδι συντάχθηκε τουλάχιστον μετά από δύο μήνες όπου πράγματι ο Νικηταράς πέρασε ηγούμενος Πελοποννησίων στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"