Του Άγη Βερούτη Η Μάχη των Θερμοπυλών έγινε αυτές τις ημέρες, υπολογίζεται πιθανά περί τα μέσα του Αυγούστου του 480 π.Χ. α...
Του Άγη Βερούτη
Η Μάχη των Θερμοπυλών έγινε αυτές τις ημέρες, υπολογίζεται πιθανά περί τα μέσα του Αυγούστου του 480 π.Χ. ανάμεσα στις 15 και τις 20 Αυγούστου.
Ήταν η μάχη αυτή που χάραξε αιώνια στην
πανανθρώπινη ιστορία το όνομα του βασιλιά Λεωνίδα της Σπάρτης απογόνου του Ηρακλή, και των 300 Ελεύθερων Σπαρτιατών οπλιτών.
πανανθρώπινη ιστορία το όνομα του βασιλιά Λεωνίδα της Σπάρτης απογόνου του Ηρακλή, και των 300 Ελεύθερων Σπαρτιατών οπλιτών.
Ο Λεωνίδας στρατοπέδευσε στις Θερμοπύλες με στρατιωτική δύναμη περί των 6.200 Ελλήνων Ανδρών, στα μέσα Αυγούστου του 480 π.Χ., όταν οι Έλληνες γιόρταζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και οι Σπαρτιάτες τα Κάρνεια, και δεν ήθελαν να διακόψουν τις γιορτές για να πάνε να αντιταχθούν στον επίδοξο κατακτητή Ξέρξη, ενώ αρκετές πόλεις κατά την κάθοδό του από τον Ελλήσποντο μήδισαν για να μην υποστούν καταστροφή, και έδωσαν φη και ύδωρ, αλλά και τους άνδρες τους για να καταταγούν απρόθυμα με την στρατιά του Ξέρξη εναντίον των υπολοίπων Ελλήνων.
Η Πελοποννησιακή στρατιωτική δύναμη της Μάχης των Θερμοπυλών αποτελούνταν από 300 επίλεκτους Σπαρτιάτες οπλίτες, τους οποίους ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τους επέλεξε ο Λεωνίδας έναν-έναν "κατά το νόμο", πιθανόν 1.000 περιοίκους της Σπάρτης, 1120 Αρκάδες, 500 Μαντινείς, 500 Τεγεάτες, 400 Κορίνθιους, 200 Φλειάσιους και 80 Μυκηναίους. Σύνολο 4.100 Πελοποννήσιοι.
Επίσης, στην στρατιωτική δύναμη των Ελλήνων συμμετείχαν και 2.100 Άνδρες από την Κεντρική Ελλάδα, δηλαδή 700 Θεσπιείς, 1.000 Φωκείς και Οπούντιοι Λοκροί, και 400 Θηβαίοι.
Κάθε πόλη μαζί με τους Άνδρες της έστελνε και τον στρατηγό της.
Οι Αθηναίοι πιθανόν θεωρούσαν τις δυνάμεις αυτές αρκετές για να υπερασπιστούν την πολύ ισχυρή θέση των Θερμοπυλών, και σίγουρα η παρουσία του Λεωνίδα εθεωρείτο εγγύηση.
Αυτά δημιούργησαν αίσθημα ασφάλειας, αλλιώς θα έπρεπε να έχουν εκστρατεύσει όλοι οι Έλληνες στις Θερμοπύλες!
Ίσως και φοβούνταν ενδεχόμενη απόπειρα απόβασης στην Αττική, όπως εκείνη του Μαραθώνα 10 χρόνια νωρίτερα.
Οι Θερμοπύλες ήσαν ένας στενός διάδρομος στεριάς ανάμεσα στην θάλασσα και το Όρος Καλλίδρομο, μήκους σχεδόν δέκα χιλιομέτρων.
Ήταν εξαιρετικά δύσβατος, λόγω των βάλτων των Θερμών Πηγών.
Ο διάδρομος αυτός είχε τρία εξαιρετικά στενά σημεία.
Στο μεσαίο στενό σημείο οι Φωκείς είχαν χτίσει ένα αρχαίο τείχος, για να αποκρούουν τους Θεσσαλούς, με τους οποίους βρίσκονταν συνεχώς σε πόλεμο.
Σε αυτό το μεσαίο σημείο πίσω από το αρχαίο τείχος των Φωκέων, ο Λεωνίδας εστρατοπέδευσε τους Έλληνες, και το επιδιόρθωσε με πέτρες ώστε να επαναφέρει το αξιόμαχό του.
Ως την Μάχη των Θερμοπυλών ο Ξέρξης δεν είχε συναντήσει καμία ουσιαστική αντίσταση στον τεράστιο Περσικό στρατό των 400-800 χιλιάδων, και τον Περσικό στόλο των 1200 πλοίων.
Ο Ξέρξης βασιλιάς της Περσίας και διάδοχος του Δαρείου, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του πατέρα του Βασιλιά Δαρείου, είχε ξεκινήσει πενταετή προετοιμασία για την εκστρατεία κατά των Ελλήνων σε εκδίκηση της Μάχης του Μαραθώνα. Όμως δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που ακολούθησε ως την τελική του ήττα στις Πλαταιές από όλους τους Ελεύθερους Έλληνες.
Πλησιάζοντας στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης πληροφορήθηκε ότι λίγοι Έλληνες είχαν μαζευτεί μπροστά από το αρχαίο τείχος των Φωκέων στο στενότερο σημείο των Θερμοπυλών, και εκεί περίμεναν τον στρατό των Περσών.
Κατόπιν της συμβουλής του Δημάρατου, εξόριστου στην αυλή του πατέρα του Σπαρτιάτη βασιλιά, έστειλε έναν κατάσκοπο με το άλογο ώστε να τον πληροφορήσει πόσοι είναι αυτοί οι Έλληνες και τι ακριβώς έκαναν.
Ο κατάσκοπος επέστρεψε λέγοντας ότι δεν τον ενόχλησε κανείς ούτε τον καταδίωξε ούτε καν του έδωσαν σημασία, και είδε λίγους στρατιώτες (στους οποίους ο Λεωνίδας σκοπίμως είχε δώσει την διαταγή να να στρατοπεδεύσουν μπροστά από το τείχος), να γυμνάζονται και να χτενίζουν τα μαλλιά τους.
Ο Δημάρατος ακούγοντας την περιγραφή ανήσυχος προειδοποίησε τον Ξέρξη ότι εκείνοι οι στρατιώτες ήταν Σπαρτιάτες που περιποιούνταν τα μαλλιά τους σε προετοιμασία να πεθάνουν στην μάχη. Εξήγησε δε ότι αυτοί ήταν οι Νόμοι της Σπάρτης που ήταν ισχυρότεροι από οποιονδήποτε άνδρα ή διαταγή. Επίσης εξήγησε ότι η πολεμική ικανότητα ενός Σπαρτιάτη πολεμιστή ήταν σημαντικά υψηλότερη από οτιδήποτε είχε αντιμετωπίσει, αλλά όταν πολεμούσαν ενωμένοι όλοι μαζί αλληλοϋποστηρίζοντας ο ένας τον άλλον, ήταν πρακτικά ανίκητοι.
Ο Δημάρατος δεν κατάφερε να πείσει τον Ξέρξη για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε, ούτε για ό,τι θα γινόταν μάρτυρας εντός λίγων ημερών.
Ο Ξέρξης στρατοπέδευσε την τεράστια στρατιά του 5 χιλιόμετρα από τους Έλληνες, και περίμενε 4 ημέρες ώσπου να ξεκουραστεί το στράτευμα του από τις κακουχίες, αλλά και για να πλησιάσει ο στόλος του που είχε υποστεί μεγάλο πλήγμα στην τρικυμία στις ακτές του Πηλίου. Η ελπίδα του ήταν ότι οι Έλληνες, τρομοκρατημένοι από το μέγεθος του στρατού του, θα υποχωρούσαν έντρομοι όπως είχαν κάνει νωρίτερα στα Τέμπη.
Επειδή έβλεπε να περνούν οι ημέρες σε απραξία, έστειλε αγγελιοφόρους, ζητώντας στους Σπαρτιάτες να του παραδώσουν τα όπλα τους για να τους χαρίσει την ζωή.
Όπως έγραψε ο Πλούταρχος, σε αυτούς τους αγγελιοφόρους ο Λεωνίδας, έχοντας αντιμέτωπη την μεγαλύτερη στρατιά που είχε υπάρξει ως τότε, απάντησε να του μεταφέρουν:
-"Μολών Λαβέ" [- "Έλα πάρτα"]
Και έμεινε στην ιστορία ως ο γενναιότερος όλων των εποχών.
Την επόμενη και 5η ημέρα, ο Ξέρξης εξοργισμένος από την αναιδή στάση των Ελλήνων, έδωσε την εντολή στους Μήδους και τους Κισσίους να πάνε να συλλάβουν τους αναιδείς Έλληνες και να τους φέρουν ζωντανούς μπροστά του για να τον προσκυνήσουν!
Οι Μήδοι και οι Κισσίοι επιτέθηκαν στους ολιγάριθμους Έλληνες που βρίσκονταν μπροστά από το τείχος, όπου περίμενε το στράτευμα των 5.200 Ελλήνων.
Οι Μήδοι και οι Κισσίοι μακελεύτηκαν καθώς περνούσαν λίγοι-λίγοι από το άνοιγμα του αρχαίου τείχους και βίωσαν τον όλεθρο, σε κύματα, και όταν υποχώρησαν ανήμποροι να νικήσουν τους Έλληνες, αντικαταστάθηκαν από το επίλεκτο σώμα των Περσών, τους "Αθανάτους", που αρχηγός του ήταν ο Υδάρνης.
Σε όλη την διάρκεια της ημέρας, η μάχη είχε την ίδια κάθε φορά εξέλιξη για τους Πέρσες στρατιώτες: πέρασμα από τα τείχη και θάνατος.
Ο Ξέρξης, εκείνη την πρώτη μέρα της Μάχης των Θερμοπυλών, αντελήφθη πλήρως ότι είχε πολλούς ανθρώπους στο στράτευμά του αλλά λίγους Άνδρες:
"δῆλον δ᾽ ἐποίευν παντί τεῳ καὶ οὐκ ἥκιστα αὐτῷ βασιλέϊ ὅτι πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι εἶεν, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες."
Άξιος λόγου είναι ο τρόπος που πολεμούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, που έδειχνε πως είχαν πλήρη την γνώση της τέχνης του Πολέμου, ενώ οι Πέρσες δεν είχαν ιδέα από αυτήν, και ιδιαιτέρως με τον ελιγμό του να παριστάνουν πως το έβαζαν στα πόδια φοβισμένοι τρέχοντας, και μόλις τους έφταναν οι εχθροί, εκείνοι σταματούσαν απότομα και τους έσφαζαν σαν τα αρνιά χάνοντας λίγους Σπαρτιάτες και σκοτώνοντας αναρίθμητους Πέρσες.
Λένε πως, όσο κρατούσε αυτή η μάχη της πρώτης ημέρας, ο Ξέρξης πήδηξε όρθιος τρεις φορές από το φόβο για ολόκληρο τον στρατό του.
Και έτσι τελείωσε η πρώτη ημέρα της Μάχης των Θερμοπυλών, νικηφόρα για τους Έλληνες του Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα, και ήττα για την ανάκατη στρατιά του Πέρση βασιλιά Ξέρξη.
Την δεύτερη και τρίτη μέρα της Μάχης η εικόνα ήταν παρόμοια.
Ο Περσικός στρατός μακελευόταν από μια χούφτα Έλληνες αποφασισμένους να μην κάνουν πίσω ούτε στον βέβαιο θάνατο.
Στο τέλος της τρίτης μέρας, όμως, η λύση παρουσιάστηκε στον Ξέρξη με την μορφή του ντόπιου Ταγίτη Εφιάλτη που πήγε να του ζητιανέψει χρήματα και ψεύτικες τιμές, σε αντάλλαγμα να μεταφέρει στρατιώτες των Περσών πίσω από το στρατόπεδο των Ελλήνων.
Υπήρχε και ένα μονοπάτι, η Ανοπαία Ατραπός, που παρέκαμπτε το αρχαίο τείχος, αλλά ήταν γνωστό σε πολύ λίγους ντόπιους, διότι κανείς δεν το χρησιμοποιούσε. Από εκεί την 4η ημέρα μετά την έναρξη της Μάχης του Μαραθώνα, ο Εφιάλτης ο Ταγίτης οδήγησε τους Αθάνατους του Ξέρξη με αρχηγό τον Υδάρνη, για να κυκλώσει και τελικά να σκοτώσει όσους Έλληνες είχαν απομείνει.
Ο Λεωνίδας είχε στείλει τους 1.000 Φωκείς εξαρχής να φρουρούν το μονοπάτι Ανοπαία Ατραπός, σίγουρος (;) για την ικανότητά τους να προστατεύσουν απλώς τη διάβαση και τη θέση του στρατοπέδου με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Ο περσικός στρατός περί τους 400.000-800.000 στρατιώτες στρατοπέδευσε ανάμεσα στους ποταμούς Μέλανα και Ασωπό, σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από τους Έλληνες.
Όταν οι Έλληνες έμαθαν ότι έρχονταν οι Αθάνατοι από την Ανοπαία Ατραπό, οι περισσότεροι έφυγαν, αλλά παρέμειναν για να πολεμήσουν γνωρίζοντας πως σίγουρα θα πεθάνουν, μόνον οι 300 Σπαρτιάτες (πλην δυο που ο Λεωνίδας είχε διώξει από το στρατόπεδο λόγω μεταδοτικής μόλυνσης στα μάτια τους, ώστε να μην την μεταδώσουν στους υπόλοιπους στρατιώτες, δηλαδή πολέμησαν 298), οι 700 Θεσπιείς με τον στρατηγό τους Δημόφιλο Διαδρόμου, και οι 400 Θηβαίοι με στρατηγό τον Λεοντιάδη. Οι Ηρόδοτος αρνείται ότι οι Θηβαίοι ρίχτηκαν στη μάχη, διότι είπε ότι τα είχαν βρει με τους Πέρσες, αλλά ο Πλούταρχος το αμφισβητεί αυτό.
Στην τελική απόφαση του Λεωνίδα να μείνει με τους 298 Σπαρτιάτες Ελεύθερους Οπλίτες, πιθανόν να είχε ρόλο ο χρησμός της Πυθίας κατά την αρχή του πολέμου, ο οποίος προφήτευε ότι ή θα καταστρεφόταν η Σπάρτη ή θα πέθαινε στη μάχη ο βασιλιάς της:
"ὑμῖν δ᾽, ὦ Σπάρτης οἰκήτορες εὐρυχόροιο, ἢ μέγα ἄστυ ἐρικυδὲς ὑπ᾽ ἀνδράσι Περσεΐδῃσι πέρθεται, ἢτὸ μὲν οὐχί, ἀφ᾽ Ἡρακλέους δὲ γενέθλης πενθήσει βασιλῆ φθίμενον Λακεδαίμονος οὖρος. οὐ γὰρ τὸν ταύρων σχήσει μένος οὐδὲ λεόντων ἀντιβίην· Ζηνὸς γὰρ ἔχει μένος· οὐδέ ἑ φημί σχήσεσθαι, πρὶν τῶν δ᾽ ἕτερον διὰ πάντα δάσηται."
Τόσο ήταν το μένος του Ξέρξη να ατιμάζει το πτώμα του νεκρού Λεωνίδα όταν εκείνος σκοτώθηκε στη μάχη, που έχασε 2 αδερφούς διεκδικώντας το πτώμα του από όσους Έλληνες είχαν απομείνει ζωντανοί. Τελικά οι Έλληνες σκοτώθηκαν μέχρι τελευταίου, και ο Ξέρξης αποκεφάλισε την κάρα του Λεωνίδα και ανάρτησε το κομμένο κεφάλι του σε ένα κοντάρι για να το βλέπουν όλοι.
Φυσικά η ανδρεία του Λεωνίδα έμεινε χαραγμένη στη μνήμη της ανθρωπότητας.
Τους Έλληνες αυτούς ύμνησαν ο Ηρόδοτος ο οποίος ανέφερε συγκεκριμένα για τον Λεωνίδα ότι ήταν "ανήρ γενόμενος άριστος", χαρακτηρισμό που δεν απέδωσε ποτέ ξανά για κανέναν άλλον στα συγγράμματά του, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος, ο Παυσανίας και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς.
Γι’ αυτούς που έπεσαν στην Μάχη των Θερμοπυλών, ο Σιμωνίδης έγραψε τρία επιγράμματα:
Ένα για όλους όσοι σκοτώθηκαν πριν ο Λεωνίδας διώξει όσους δεν ήταν βέβαιοι πως ήθελαν τον βέβαιο θάνατο στη Μάχη:
"Μυριάσιν ποτέ τήδε τριηκοσίαις εμάχοντο εκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες”
[Σ᾽ αυτό το μέρος, πάει καιρός,
οι τέσσερες χιλιάδες απ᾽ το νησί του Πέλοπα
με τρία εκατομμύρια εχθρών δώσανε μάχη.]
Δεύτερο και γνωστότερο όλων είναι εκείνο που έγραψε μόνο για τους Σπαρτιάτες Οπλίτες, οι οποίοι έμειναν όλοι για να πεθάνουν μαχόμενοι:
"Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”
[Διαβάτη, μήνυμα να πας στους Λακεδαιμονίους:
σ᾽ αυτήν εδώ τη γη
πέσαμε και κειτόμαστε στο νόμο τους πιστοί.]
Το τελευταίο ήταν για τον μάντη Μεγιστία, πιθανά προσωπικό φίλο του Σιμωνίδη:
"Μνήμα τόδε κλεινοίο Μεγιστία, ον ποτέ Μήδοι Σπερχειόν ποταμόν κτείναν αμειψάμενοι, μάντιος, ος τότε Κήρας επερχομένας σάφα ειδός ουκ έτλη Σπάρτης ηγεμόνας προλιπείν”
[ Του Μεγιστία είν᾽ εδώ, του ξακουσμένου μάντη,
το μνήμα π᾽ αντικρίζεις.
Αυτόν που οι Μήδοι σκότωσαν, καθώς τότε διαβήκαν
του Σπερχειού το ρέμα·
ήξερε και καλόξερε πως όπου να ᾿ναι θα ᾿ρθουν
του θάνατού του οι Μοίρες,
μα δεν το καταδέχτηκε, τον βασιλιά της Σπάρτης
προδίνοντας, να φύγει.
Αφήγηση: Αγησίλαος Βερούτης, Λάκων, Μηχανολόγος Μηχανικός M. Phil, B.Eng (Hons)
capital.gr